ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΒΡΑΔΙΑ
« …Κάναμε πολλά ραντεβού με τον Βασίλη για να γραφτεί αυτό το βιβλίο. Σε κάθε ένα από αυτά, με περίμενε και μια έκπληξη για τη ζωή του. Μια ζωή σαν παραμύθι, μια ζωή σαν κινηματογραφική ταινία με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και πολλή συγκίνηση. Ο Βασίλης άνοιξε διάπλατα την καρδιά του και μου διηγήθηκε τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν. Δεν είναι λίγο να πηγαίνεις πίσω σε κείνα τα πέτρινα χρόνια, που σημάδεψαν τη ζωή σου καθοριστικά. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα, να θυμάσαι καταστάσεις και ιστορίες γεμάτες πίκρα, στενοχώρια και κλάμα. Μια τέτοια εξομολόγηση θέλει τόλμη και ειλικρίνεια, που ο Βασίλης διέθετε στον υπέρτατο βαθμό.
Έτσι θα σας την διηγηθώ τη ζωή του και ελπίζω να φωτιστούν όλα εκείνα τα κομμάτια της, που χωρίς ποτέ να προσπαθήσει να τα κρύψει, τώρα τα έχει αφηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια.
* * *
Ήταν περήφανος για την ποντιακή καταγωγή του, την οικογενειακή του περιπέτεια και για τον θρίαμβο της προσωπικής του καριέρας, μιας καριέρας που δεν περιγράφεται με λόγια.
«Έχω ζήσει δέκα ζωές», μου έλεγε πάντα, «και η αγάπη που έχω πάρει δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα χρυσάφι του κόσμου!»
Και λίγο πριν τελειώσουμε τούτο το βιβλίο, ήρθαν τα κακά μαντάτα για την υγεία του. Τον είδα μετά τις επεμβάσεις αρκετά αδυνατισμένο, αλλά αποφασισμένο για ζωή και χαρούμενο που όλα είχαν πάει καλά.
Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: «Θάνο, πρέπει να μιλήσουμε στο βιβλίο για τον καρκίνο και την περιπέτεια της υγείας μου. Ο κόσμος πρέπει να ξέρει τα πάντα για μένα και πρέπει πάνω απ’ όλα να μάθει να παλεύει για τα πάντα, ακόμα και για τον καρκίνο». Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου Καρρά. Τίποτα κρυφό από τον κόσμο που τον αγάπησε και τον αποθέωσε, ως σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή!
Η τελευταία φορά που τον συνάντησα ήταν τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου του 2023, μια μέρα πριν μπει πάλι στην εντατική. Πήγα στο σπίτι του. Με έβαλε να του διαβάσω τη βιογραφία του μπροστά στη γυναίκα του, τον Στράτο και τον ξάδελφό του, τον Γιώργο.
Έβλεπα στα μάτια του, καθώς του διάβαζα το βιβλίο, μια μεγάλη ικανοποίηση από αυτά που άκουγε για πολλοστή φορά. Ρούφαγε κάθε λέξη και κάθε εικόνα με θρησκευτική κατάνυξη. Ήξερα όμως, πως πόναγε πολύ αλλά δεν ήθελε με τίποτα να φανεί ο πόνος του. Πολλές φορές απέφευγα να τον κοιτώ στα μάτια. Είχε μια απόκοσμη, πέρα από το ανθρώπινο, όψη, γεμάτη αγάπη και καλοσύνη.
Ήθελε να τον θυμόμαστε όλοι έτσι: χαμογελαστό, περήφανο και θαρραλέο.
Φεύγοντας, με φώναξε κοντά του και μου είπε: «Θανούλη, θέλω να με αγαπάς και να με σκέφτεσαι».
(Απόσπασμα από τον πρόλογο του συγγραφέα)